σκεπαστάς — σκεπαστά̱ς , σκεπαστής shelterer masc acc pl σκεπαστά̱ς , σκεπαστής shelterer masc nom sg (epic doric aeolic) σκεπαστά̱ς , σκεπαστός covered fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστός — ή, ό / σκεπαστός, ή, όν, ΝΜΑ [σκεπάζω] 1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος 2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
σκεπαστός — ή, ό 1. σκεπασμένος: Έβαλε το φαγητό σε μια σκεπαστή σουπιέρα για να μην το λερώσουν μύγες. 2. συγκαλυμμένος, όχι σαφής: Τα είπε σκεπαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)